- συνανταίρω
- Μεπαναστατώ μαζί με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνταίρω «υψώνω κάτι εναντίον κάποιου, ανθίσταμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναντάρτης — ὁ, Μ [συνανταίρω] αυτός που κηρύσσει ανταρσία μαζί με άλλον, σύντροφος αντάρτη … Dictionary of Greek